μεγαλοπρόθυμον

μεγαλοπρόθυμον
μεγαλοπρόθυμον, τὸ (Μ)
η μεγάλη προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού αμάρτυρου επιθέτου *μεγαλοπρόθυμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • великолюбовьникъ — ВЕЛИКОЛЮБОВЬНИК|Ъ (1*), А с. Сильно любящий: вѣсте же ˫ако ѡч(с)тистесѩ. и просвѣтистесѩ. и свершисте въ бл҃годѣти г(с)а моѥго. имуще равньство другъ къ другу. ѥдиномысленѣ и ѥ||динод҃шьнѣ. и любовнѣ и покорнѣ. но встани во всѣхъ. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”